σμηκτός

σμηκτός
-ή, -όν, Α [σμήχω]
αυτός που έχει επαλειφθεί με σαπούνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμηκτή — σμηκτός smeared fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] …   Dictionary of Greek

  • εΰσμηκτος — ἐΰσμηκτος, ον (Α) καθαρισμένος καλά, ο καθαρός («ἐΰσμηκτος σίδηρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σμηκτός (< σμήχω «καθαρίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”